- αστραποβόλημα
- το, -ατοςτο να βγαίνουν από κάπου αστραπές: Μου είχε κάνει εντύπωση το αστραποβόλημα των ματιών των περισσότερων παιδιών της τάξης εκείνης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.