αστραποβόλημα

αστραποβόλημα
το, -ατος
το να βγαίνουν από κάπου αστραπές: Μου είχε κάνει εντύπωση το αστραποβόλημα των ματιών των περισσότερων παιδιών της τάξης εκείνης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αστραποβόλημα — το [αστραποβολώ] 1. η εκπομπή αστραπών 2. η μεγάλη στιλπνότητα, η ακτινοβολία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”